- ανθρωπάρεσκος
- -η, -ο (AM ἀνθρωπάρεσκος, -ον)ο άνθρωπος που με κάθε τρόπο φροντίζει να γίνεται αρεστός στους άλλους, κόλακας, ευτελής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνθρωπάρεσκος — man pleaser masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωπαρέσκοις — ἀνθρωπάρεσκος man pleaser masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωπαρέσκου — ἀνθρωπάρεσκος man pleaser masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωπαρέσκων — ἀνθρωπάρεσκος man pleaser masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωπαρέσκως — ἀνθρωπάρεσκος man pleaser masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωπάρεσκοι — ἀνθρωπάρεσκος man pleaser masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωπάρεσκον — ἀνθρωπάρεσκος man pleaser masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
άρεσκος — ἄρεσκος, ο, η (AM) 1. ευχάριστος στους τρόπους 2. αυτός που προσπαθεί να γίνει αρεστός με κάθε τρόπο, δουλοπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρέσκω. ΠΑΡ. αρέσκεια, αρεσκόντως αρχ. αρεσκεύομαι. ΣΥΝΘ. αυτάρεσκος αρχ. ανθρωπάρεσκος, ευάρεσκος, οχλοάρεσκος] … Dictionary of Greek
ανθρωπαρεσκώ — ἀνθρωπαρεσκῶ (AM) είμαι ανθρωπάρεσκος, προσπαθώ να φαίνομαι ευχάριστος, να ευχαριστώ τους ανθρώπους και όχι τον θεό … Dictionary of Greek